περιαρτώ

περιαρτώ
-άω, Α
1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῑς συκαῑς», Πολυδ.
β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.)
2. μέσ. περιαρτῶμαι, -άομαι
(για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἀρτῶ «κρεμώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιαρτῶ — περιαρτάω hang round pres imperat mp 2nd sg περιαρτάω hang round pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περιαρτάω hang round pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περιαρτάω hang round pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) περιαρτάω hang …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”